αποτυγχανω

αποτυγχανω
    ἀποτυγχάνω
    ἀπο-τυγχάνω
    (fut. ἀποτεύξομαι)
    1) давать промах, ошибаться, обманываться
    

(περί τινος Xen.; οἱ πολλάκις ἀποτετυχηκότες Arst.)

    ἀ. τοῦ σκοποῦ Plat. — бить мимо цели;
    ἀ. τινός Plat., Arst., Dem., Plut., ἔν τινι Arst., Polyb., κατά τι Arst. и τινί Diod. — терпеть неудачу или просчитываться в чем-л., не достигать чего-л.;
    τὰ ἀποτετευγμένα Luc. — просчеты, промахи

    2) терять
    

ὧν εἶχον ἀπέτυχον Xen. — они потеряли (все), что имели


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποτυγχανω" в других словарях:

  • ἀποτυγχάνω — fail in hitting pres subj act 1st sg ἀποτυγχάνω fail in hitting pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποτυγχάνω — κ. τυχαίνω (AM ἀποτυγχάνω) 1. (μτβ.) δεν πετυχαίνω κάτι, αστοχώ 2. (αμτβ.) δεν πετυχαίνω τον σκοπό μου νεοελλ. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποτυχημένος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει κατορθώσει, δεν έχει πετύχει κάτι 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ατυχήσει… …   Dictionary of Greek

  • αποτυγχάνω — αποτυχαίνω και αποτυγχάνω, απέτυχα και απότυχα, αποτυχημένος βλ. πίν. 148 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποτυγχάνῃ — ἀποτυγχάνω fail in hitting pres subj mp 2nd sg ἀποτυγχάνω fail in hitting pres ind mp 2nd sg ἀποτυγχάνω fail in hitting pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπετύγχανον — ἀποτυγχάνω fail in hitting imperf ind act 3rd pl ἀποτυγχάνω fail in hitting imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτετευγμένων — ἀποτυγχάνω fail in hitting perf part mp fem gen pl ἀποτυγχάνω fail in hitting perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτετυχηκότα — ἀποτυγχάνω fail in hitting perf part act neut nom/voc/acc pl ἀποτυγχάνω fail in hitting perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτετύχηκεν — ἀποτυγχάνω fail in hitting perf ind act 3rd sg ἀποτυγχάνω fail in hitting plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτευξόμενον — ἀποτυγχάνω fail in hitting fut part mid masc acc sg ἀποτυγχάνω fail in hitting fut part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτυγχανομένων — ἀποτυγχάνω fail in hitting pres part mp fem gen pl ἀποτυγχάνω fail in hitting pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτυγχανόντων — ἀποτυγχάνω fail in hitting pres part act masc/neut gen pl ἀποτυγχάνω fail in hitting pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»